τελωνείο

τελωνείο
Ο τόπος, το ίδρυμα στο οποίο εισπράττεται ο δασμός των εμπορευμάτων που εισάγονται και εξάγονται. Η υπηρεσία που επιβλέπει την είσπραξη των δασμών εισαγωγής και εξαγωγής. Στην Ελλάδα ο πρώτος οργανισμός τελωνειακής υπηρεσίας έγινε με ψήφισμα του κυβερνήτη Ιω. Καποδίστρια (25 Μαρτίου 1830). Με το ίδιο ψήφισμα κυρώθηκε διάταξη για τα τελωνειακά δασμολόγια, με την οποία εισπράττονταν το τελώνιον 6% επάνω στην αξία για την εξαγωγή και το τελώνιον κατ’ είδη. Το νησί της Ύδρας είχε κηρυχθεί ελεύθερο λιμάνι. Ο οργανισμός αυτός των τ. ίσχυσε έως τις 18/30 Σεπτεμβρίου 1836, οπότε εφαρμόστηκαν νέα μέτρα. Γενικά ωστόσο, οι τελωνειακοί δασμοί δεν είχαν ενιαίο χαρακτήρα, καθώς προσαρμόζονταν σε τοπικού χαρακτήρα καταστάσεις, ανάλογα με τα νέα εδάφη που απελευθερώνονταν από τον τουρκικό ζυγό. Οι υπάλληλοι, που ανέλαβαν την είσπραξη των δασμών των εισαγόμενων και των εξαγόμενων εμπορευμάτων, οι τελώνες, υπήρξαν πάντοτε δημόσιοι υπάλληλοι. Οργανώθηκε επίσης αυθύπαρκτο αστυνομικό σώμα, στρατιωτικά οργανωμένο, που ονομάστηκε τελωνειακή αστυνομία ή τελωνοφυλακή. Φυσικά, όλες οι περί τ. διατάξεις, γνώρισαν κατά καιρούς βασικές τροποποιήσεις, κυρίως ανάλογα με την οικονομική πολιτική κάθε νέας κυβέρνησης. Τα τελωνειακά γραφεία είναι περιφερειακά όργανα του υπουργείου Οικονομικών. Ανάλογα με τη σημασία τους διακρίνονται σε κεντρικά τ. και τελωνειακά παραρτήματα· ανάλογα με τη θέση τους διακρίνονται σε συνοριακά και εσωτερικά τ. (εγκατεστημένα σε μερικά σημαντικότερα μέρη) και διεθνή τ. (όπου ο τελωνειακός έλεγχος των εμπορευμάτων ασκείται από τις τελωνειακές υπηρεσίες δύο γειτονικών κρατών). Τα εμπορεύματα, που βρίσκονται στο τ. μπορεί να προορίζονται για εισαγωγή ή για εξαγωγή (οριστικά ή προσωρινά), για απλή διέλευση μέσω του κράτους ή μπορεί να αποθηκεύτηκαν περιμένοντας τον τελικό τελωνειακό προορισμό τους. Από τα εμπορεύματα που προορίζονται για εισαγωγή, ονομάζονται εμπορεύματα εις το τ. αυτά που πρόκειται να μπουν στο έδαφος του κράτους αφού πληρώσουν έναν απλό τελωνειακό δασμό, χωρίς να απαιτείται ειδική άδεια εισαγωγής. τελωνειακή ένωση. Σύνδεσμος μεταξύ κρατών που καθορίζεται με διεθνή συμφωνία κατά την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη αποδέχονται την αμοιβαία κατάργηση στις εμπορικές σχέσεις τους των τελωνειακών δασμών και των άλλων περιοριστικών μέτρων στις εμπορικές τους ανταλλαγές και στην εφαρμογή έναντι των άλλων –τρίτων– χωρών κοινής τελωνειακής πολιτικής. Η εφαρμογή ενός εξωτερικού κοινού δασμολογίου διαφοροποιεί την τελωνειακή ένωση από την άλλη μορφή της διεθνούς ένωσης, που λέγεται περιοχή ελεύθερων συναλλαγών, στην οποία τα συμβαλλόμενα κράτη ανταλλάσσουν τελωνειακές διευκολύνσεις, αλλά παραμένουν ελεύθερα να ρυθμίσουν για λογαριασμό τους τις σχέσεις με τις τρίτες χώρες. Επειδή το κοινό εξωτερικό δασμολόγιο απαιτεί τον συντονισμό και την ολοκλήρωση της δημοσιονομικής, νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής των συμβαλλόμενων χωρών, η τελωνειακή ένωση συνεπιφέρει, σε σχέση με την περιοχή ελεύθερων συναλλαγών, μεγαλύτερο βαθμό πολιτικής ένωσης μεταξύ των κρατών που την αποτελούν. Από τα γνωστότερα παραδείγματα τελωνειακής ένωσης αναφέρουμε την Μπενελούξ (Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο) και την Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά. Αμφισβητήθηκε συχνά από πολιτική και οικονομική άποψη το αν η τελωνειακή ένωση επιτρέπει πραγματικά στις συμβαλλόμενες χώρες να επιτύχουν πλήρως τα πλεονεκτήματα που προέρχονται για κάθε κράτος από το διεθνές εμπόριο. Γενικά μπορεί να ειπωθεί, ότι αν οι διαρθρώσεις των οικονομιών των συμβαλλόμενων χωρών διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους από άποψη προϊόντων και τιμών, η τελωνειακή ένωση δημιουργεί ευρεία ανταλλαγή εμπορευμάτων και υπηρεσιών επιτρέποντας τη διάθεση προϊόντων σε μεγάλη κλίμακα και κατά συνέπεια προσφέρει μεγάλα πλεονεκτήματα στις χώρες που συμμετέχουν σε αυτήν. Ο τελωνιακός έλεγχος προϊόντων αποτρέπει την παράνομη εισαγωγή και διακίνηση τους σε κάθε χώρα. Στη φωτογραφία, τελωνειακοί ελέγχουν παράνομα είδη φαρμακοβιομηχανίας στη Γαλλία (φωτ. ΑΠΕ). Ηλεκτρονικός έλεγχος αποσκευών σε τελωνείο (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το / τελωνεῑον, ΝΑ [τελώνης]
νεοελλ.
1. δημόσια υπηρεσία που επιβλέπει και επιμελείται την είσπραξη τών δασμών επί τών εισαγόμενων και εξαγόμενων εμπορευμάτων
2. συνεκδ. ο τόπος ή το οίκημα όπου στεγάζεται η παραπάνω υπηρεσία
αρχ.
ο τόπος όπου πληρώνονταν τα τέλη, οι φόροι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τελωνείο — το 1. δημόσια υπηρεσία αρμόδια για τη είσπραξη των εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών. 2. το οίκημα όπου είναι εγκαταστημένα τα γραφεία της: Η είσοδος του τελωνείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τελωνειακός — και τελωνιακός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τελωνείο 2. φρ. α) «τελωνειακή αρχή» ή «τελωνειακές αρχές» το τελωνείο β) «τελωνειακή υπηρεσία» το τελωνείο γ) «τελωνειακή ένωση» (οικον. διεθν. δίκ.) συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • δεκάτη — Φόρος που είχε επιβληθεί από τον Πεισίστρατο στα αγροτικά προϊόντα των Αθηναίων και αντιστοιχούσε στο ένα δέκατο της παραγωγής τους. Οι Πεισιστρατίδες μείωσαν τον φόρο αυτό στο ένα εικοστό. Αργότερα, ο Ξενοφών επέβαλε τη φορολογία στους… …   Dictionary of Greek

  • υποτελωνείο — το, Ν τελωνείο δεύτερης τάξης, σε μικρό λιμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) + τελωνείο. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποτελωνεῖον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • αναζήτητος — η, ο αυτός που δεν αναζητήθηκε, δεν ερευνήθηκε, ο ανερεύνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναζητώ. Η στερ. σημασία προήλθε από τον αναβιβασμό τού τόνου. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς (αναζήτητο αντικείμενο σε τελωνείο)] …   Dictionary of Greek

  • διαμετακομίζω — 1. μεταφέρω από έναν τόπο στον άλλο διά μέσου τρίτου τόπου 2. μεταφέρω από τελωνειακή αποθήκη σε άλλη αποθήκη ή σε άλλο τελωνείο ή σε άλλη χώρα αφορολόγητα εμπορεύματα …   Dictionary of Greek

  • δουάνα — και ντοάνα, η τελωνείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) doana] …   Dictionary of Greek

  • εκτελωνίζω — εξάγω και παραλαμβάνω εμπόρευμα από το τελωνείο μετά τις νόμιμες διατυπώσεις και την καταβολή τού σχετικού τέλους …   Dictionary of Greek

  • εκτελώνιση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτελωνίζω, ο εκτελωνισμός, το σύνολο τών διατυπώσεων που ορίζουν οι νόμοι μέ τις οποίες εξάγωμε και παραλαμβάνουμε εμπορεύματα από το τελωνείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”